σφενδόνη

σφενδόνη
η, ΝΜΑ και σφεντόνα Ν, και δωρ. τ. σφενδόνα Α
1. εκηβόλο όπλο που εκτοξεύει λίθινα ή μεταλλικά βλήματα σφαιροειδούς μορφής και αποτελείται από κεντρικό εύκαμπτο τεμάχιο, προσαρμοσμένο σε δύο ιμάντες
2. η οπή ή το κοίλωμα τού δαχτυλιδιού όπου στερεώνεται η δακτυλιδόπετρα
νεοελλ.
1. κατασκεύασμα από δέρμα, σχοινί ή λάστιχο με το οποίο παίζουν τα παιδιά εκτοξεύοντας τις πέτρες
2. κυρτό τμήμα τών κερκίδων αθλητικού σταδίου
3. ειδικός κόμπος με τον οποίο γίνεται μικρότερο το σχοινί χωρίς να κοπεί
4. ως κύριο όν. η Σφενδόνη
εμφύλιες συγκρούσεις οι οποίες σημειώθηκαν στη Γαλλία από το 1648 ώς το 1653 με σκοπό την ανακοπή τής ενίσχυσης τής βασιλικής εξουσίας
μσν.
1. θολωτός, αψιδωτός διάδρομος
2. το άκρο τού ιπποδρόμου
αρχ.
1. κάθε κατασκεύασμα που έχει σχήμα σφενδόνης: α) δεσμός με τον οποίο κρεμιέται από τον λαιμό το χέρι που πάσχει
β) επίδεσμος για το αιδοίο
γ) διάδημα ή ταινία που φορούσαν οι γυναίκες στο κεφάλι
δ) μέρος γερανού το οποίο χρησιμοποιούσαν για την εκφόρτωση πλοίων
2. το λευκό τού οφθαλμού
3. ο λίθος που ρίχνεται με τη σφενδόνη («τὰ βέλη ὁμοῡ ἐφέρετο, λόγχαι, τοξεύματα, σφενδόναι», Ξεν.)
4. μτφ. το χαλάζι, που πέφτει όπως οι εκσφενδονιζόμενοι λίθοι
5. μικρός οδοιπορικός χάρτης που είχε σχήμα ιμάντα
6. φρ. «σφενδόνας ἀπ' εὐμέτρου»
μτφ. με καλά μετρημένη βολή σαν από σφεντόνα
7. παροιμ. φρ. «σφενδόνῃ οὐκ ἂν ἐφικοίμην αὐτός» — δεν θα έφθανα ούτε με σφεντόνα (Αντιφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. αβέβαιης ετυμολ. με επίθημα -όνη (πρβλ. ἀγχ-όνη, περ-όνη). Κατά μία άποψη, η λ. ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *sp(h)end- «σπαράζω, σπαρταρώ» (πρβλ. σφαδάζω, σφεδανός, σφοδρός, σπόνδυλος/ σφόνδυλος). Επικρατέστερη, ωστόσο, φαίνεται η άποψη ότι πρόκειται για δάνεια λ. ίδιας προέλευσης με το λατ. funda «σφενδόνη». Κατ' άλλη άποψη, τέλος, τόσο το ελλ. σφενδόνη όσο και το λατ. funda ανάγονται σε ρίζα *bhendh- «δένω, ενώνω». Στη Νέα Ελληνική, τέλος, χρησιμοποιείται ο τ. σφεντόνα (πρβλ. ἐνδύω: ντύνω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σφενδόνη — σφενδόνη, η και σφεντόνα, η 1. όργανο από πετσί ή σκοινί με το οποίο ρίχνονται μακριά πέτρες: Έριχναν πέτρες με τις σφεντόνες. 2. κοιλότητα όπου προσαρμόζεται η πέτρα του δαχτυλιδιού. 3. ναυτικός κόμπος, μπίζα. 4. το κυρτό τμήμα των κερκίδων του… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σφενδόνη — sling fem nom/voc sg (attic epic ionic) σφενδονάω use the sling pres imperat act 2nd sg (doric) σφενδονάω use the sling pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) σφενδονάω use the sling imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) σφενδονέω pres …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφενδόνῃ — σφενδόνη sling fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφενδόναι — σφενδόνη sling fem nom/voc pl σφενδόνᾱͅ , σφενδόνη sling fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • СФЕНДОНИТЫ —    • Σφενδονη̃ται,          см. Funditores, Фундиторы, и Arma, Оружие …   Реальный словарь классических древностей

  • Оправа —    • Σφενδόνη,          см. Σφραγίς, Перстень печатка …   Реальный словарь классических древностей

  • σφενδονᾶν — σφενδόνη sling fem gen pl (doric aeolic) σφενδονάω use the sling pres part act masc voc sg (doric aeolic) σφενδονάω use the sling pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) σφενδονάω use the sling pres part act masc nom sg (doric aeolic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφενδονῶν — σφενδόνη sling fem gen pl σφενδονάω use the sling pres part act masc voc sg σφενδονάω use the sling pres part act neut nom/voc/acc sg σφενδονάω use the sling pres part act masc nom sg (attic epic ionic) σφενδονάω use the sling pres part act masc… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφενδόναις — σφενδόνη sling fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφενδόνην — σφενδόνη sling fem acc sg (attic epic ionic) σφενδονάω use the sling imperf ind act 3rd pl (epic doric aeolic) σφενδονάω use the sling imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”